λι

λι
(I)
λῑ (Α)
επίρρ. λίαν.
[ΕΤΥΜΟΛ. 'Αλλος τ. τού λίαν (πρβλ. λι-πόνηρος «λίαν πονηρός»)].
————————
(II)
το
μετρολ. κινεζική μονάδα μήκους ίση με το 1/3 τού μιλίου, δηλ. ίση με 536 μέτρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”